- υπέροχος
- -η, -ο / ὑπέροχος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. ιων. τ. ὑπείροχος, -ον, Α [ὑπερέχω]αυτός που υπερέχει, που ξεχωρίζει, έξοχος, θαυμάσιος, εξαιρετικός (α. «υπέροχος ομιλητής» β. «υπέροχη βραδιά» γ. «θῆρες ἐν πελάγεσιν ὑπέροχοι» Πίνδ.δ. «ὑπείροχος ἑσπερίη», Οππ.)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το υπέροχο(φιλοσ.) αισθητική κατηγορία, βασική έννοια τής καντιανής αισθητικής, που έχει κοινά χαρακτηριστικά με το ωραίο αλλά ταυτόχρονα διαφέρει από αυτό, επειδή στο υπέροχο η αρέσκεια θεμελιώνεται στην έκταση, στην ποσότητα τού αντικειμένου και όχι στην ποιότητα, όπως συμβαίνει στο ωραίοαρχ.(το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέροχαμε εξαίρετο, με θαυμάσιο τρόπο.επίρρ...υπέροχα και, λόγιος τ., υπερόχως Νμε έξοχο, με θαυμάσιο τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.